- βροτοστόνος
- βροτο-στόνος κλύδων dub. in E.Fr.669.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βροτοστόνος — βροτοστόνος, ον (Α) αυτός που προξενεί στεναγμούς ή βάσανα στους θνητούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + στόνος < στόνος «στεναγμός»] … Dictionary of Greek
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek